- καλαμηφάγος
- κᾰλᾰμη-φάγος [pron. full] [φᾰ], ον,A devouring reeds, i.e. cutting or trimming pens,
Χάλυψ AP6.65.3
(Paul.Sil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Χάλυψ AP6.65.3
(Paul.Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλαμηφάγος — καλαμηφάγος, ον (Α) αυτός που κόβει, που θερίζει το καλάμι τού σταριού («δρέπανον καλαμηφάγον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος (ο τ. καλαμη χρησιμοποιείται για μετρικούς λόγους) + φάγος (< θ. φαγ πρβλ. αόρ. ἔ φαγ ον τού ἐσθίω), πρβλ. κρεατο … Dictionary of Greek
καλαμηφάγον — καλαμηφάγος devouring reeds masc/fem acc sg καλαμηφάγος devouring reeds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek